Αυτός είναι ο τίτλος ενός άρθρου που διάβασα αυτές τις ιστορικές ημέρες του ¨ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ¨ την εποχή του κοροναϊού και την οποία θα διαβάσετε παρακάτω.
Αυτό μου έδωσε την έμπνευση, μιας και με εκφράζει απόλυτα, να γράψω για το πώς ζω και αισθάνομαι αυτή την μεγάλη αλλλαγή στη ζωή μας.
Τον τελευταίο καιρό είχα την αίσθηση ότι όλα γίνονται γρήγορα και μηχανικά, σαν υποχρέωση. Χωρίς υπομονή, χωρίς απόλαυση, χωρίς ζωντάνια, χωρίς ψυχή. Άπειρες οι διαφημίσεις για συμληρώματα διατροφής, για ενεργιακά ροφήματα, για θεραπείες της ψυχής. Τις περισσότερες φορές να μας φταίνε οι άλλοι για όλα τα άσχημα που μας συμβαίνουν. Ο θόρυβος γύρω μας να υπερκαλύπτει την εσωτερική μας φωνή κ να μην υπάρχει ούτε μια γωνιά ήσυχη για σκέψη και γαλήνη. Ευχή όλων μας βέβαια ήταν η αγάπη και η γαλήνη. Πώς όμως θα γινόταν αυτό; Έφτασε η εποχή του κοροναϊού για να δείξει στην ανθρωπότητα πώς!
Ένας ιός ήρθε να σταματήσει αυτό τον ξέφρενο ρυθμό. Να θυμηθούμε πώς είναι να μένουμε σπίτι , να ξεκουραζόμαστε, να πέρνουμε πρωινό, μεσημεριανό με όλη την οικογένεια γύρω από το τραπέζι, να ετοιμάζουμε το φαγητό με υπομονή και να το απολαμβάνουμε, να βοηθάμε ο ένας τον άλλο, να αποκτούμε καινούργιες δεξιότητες που πιστεύαμε πως δεν είχαμε, να αναθεωρούμε τις αξίες και τις προτεραιότητές μας.
Να αναρωτηθούμε τί είναι ακριβώς αυτό για την αναζήτηση του οποίου συνεχίζουμε να αναλονώμαστε σε τόσο φρενήρεις ρυθμούς. Με τί τελικά είμαστε ευχαριστημένοι και με τί όχι;
Μας έδωσε την ευκαιρία να κάνουμε παρέα με τον εαυτό μας, με ένα βιβλίο, ευχάριστη μουσική, γράψιμο, μια μοναχική βόλτα γεμάτη μυρωδιές και σκέψεις. Μας έδωσε την ευκαιρία να ε π α ν α π ρ ο σ δ ι ο ρ ί σ ο υ μ ε την ζωή μας γενικά.
Σταματήσαμε προσωρινά να ενδιαφερόμαστε για την πληθώρα υλικών αγαθών που διαφημίζονται και να καταλάβουμε πως και με λιγότερα ρούχα, παπούτσια, ταξίδια, μπορούμε να ζήσουμε μια χαρά. Γιατί τελικά όσα υλικά αγαθά και να αγοράσουμε, όσες συνθήκες διαβίωσης και να αλλάξουμε…δουλειές, σπίτια, συντρόφους, φίλους, ταξιδιωτικούς προορισμούς ή τόπους κατοικίας, ΤΙΠΟΤΑ δεν θα αλλάξει αν δεν αλλάξουμε μέσα μας. Αν δεν αλλάξουμε αυτό που νιώθουμε, αυτό που σκεφτόμαστε, αυτό που θέλουμε να είμαστε…. Πάντα θα κουβαλάμε μαζί μας τον ευχαριστημένο ή δυσαρεστημένο εαυτό μας.
Τελικά η υποτιθέμενη τεράστια ανθρώπινη δυναμή μας δεν είναι και τόσο μεγάλη στα όρια του χρόνου και του μέτρου. Είμαστε θνητοί. Αποκτήσαμε σύνορα, γίναμε έθνη με “ξένους” γύρω μας και σταματήσαμε να μιλάμε για παγκοσμιοποίηση.
Είναι μια καλή ευκαιρία να διδάξουμε τα παιδιά μας ότι η παντοδυναμία μας έχει όρια. Η φροντίδα της ψυχή μας έχει νόημα, η φροντίδα του σώματός μας επίσης, καθώς και η φροντίδα της φύσης.
Όπως λέει και ένα τραγούδι που αγαπώ πολύ:
Ν’ αγαπάς τα βουνά και τα πέλαγα, τους γνωστούς και τους άγνωρους τόπους, τα πουλιά, τα λουλούδια, τα σύννεφα, και πολύ ν’ αγαπάς τους ανθρώπους. Τα θεριά ν’ αγαπάς και τ’ ανήμερα, τα νησιά, τα ποτάμια, τ’ αστέρια. Κι αν ποτέ σε πληγώσουν κατάστηθα φίλοι, αγρίμια, λευκά περιστέρια, ν’ αγαπάς, να ξεχνάς και να χαίρεσαι τη δική σου γαλήνη και κείνα που μ’ αγάπη το νου μας φωτίζουνε, και βλασταίνουν αμάραντα κρίνα.
Μετά το χειμώνα, έρχεται η άνοιξη. Ξαναγεννάται η ζωή και ευωδιάζει η φύση!!! Ας αρπάξουμε κι εμείς την ευκαρία να ξαναγγενηθούμε να επαναπροσδιορίσουμε τα όρια και τις αξίες μας και να ζήσουμε ευτυχείς!
Διαβάστε την συνέντευξη της νομπελίστας συγγραφέως Όλγκα Τοκάρτσουκ.
Η κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας Όλγκα Τοκάρτσουκ βλέπει από το παράθυρό της τη νέα πραγματικότητα που μας περιμένει στη γωνία και γράφει αυτό το βαθύ, σπάνιο κείμενο.
O ιός ήταν αυτός που μας υπενθύμισε αυτό το οποίο αρνιόμασταν με τόσο πάθος: ότι είμαστε ευάλωτα πλάσματα φτιαγμένα από το πιο λεπτό υλικό. Ότι πεθαίνουμε – ότι είμαστε θνητοί.
Είχα την αίσθηση από πάντα σχεδόν ότι ο κόσμος είναι υπερβολικά πολύς, υπερβολικά γρήγορος, υπερβολικά έντονος, υπερβολικά θορυβώδης. Συνεπώς δεν βιώνω κάποιο «τραύμα απομόνωσης» και δεν μου είναι καθόλου δύσκολο να μη συναντώ άλλους ανθρώπους. Δεν λυπάμαι που έκλεισαν τα σινεμά. Μου είναι εντελώς αδιάφορο που τα εμπορικά κέντρα έβαλαν προσωρινό λουκέτο. Ανησυχώ και στενοχωριέμαι, φυσικά, όταν σκέφτομαι όλους τους ανθρώπους που χάνουν τις δουλειές τους.
Όταν όμως έμαθα για την επερχόμενη καραντίνα, ένιωσα κάτι σαν ανακούφιση. Ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι ένιωσαν το ίδιο, ακόμα κι αν ένιωθαν επίσης και κάποια ντροπή γι’ αυτό. Η εσωστρέφειά μου, τόσα χρόνια στραγγαλισμένη και κακοποιημένη από τους υπερδραστήριους εξωστρεφείς, τίναξε τη σκόνη από πάνω της και βγήκε από την ντουλάπα…
Η ζωή συνεχίζεται, όπως συνεχίζεται, αλλά με έναν εντελώς διαφορετικό ρυθμό. Τακτοποίησα επιτέλους την ντουλάπα μου και μάζεψα πλήθος διαβασμένες εφημερίδες για να τις πάω στον κάδο ανακύκλωσης. Πήρα το ποδήλατό μου από το μαγαζί που το είχα παρατήσει για επισκευή.
Άρχισα να απολαμβάνω πιο πολύ το μαγείρεμα. Μου έρχονται διαρκώς στο μυαλό εικόνες από τα παιδικά μου χρόνια. Υπήρχε τόσο πολύ περισσότερος χρόνος τότε, και μπορούσες να τον «χαραμίσεις» και να τον «σκοτώσεις», ξοδεύοντας ώρες με το να χαζεύεις απλά έξω από το παράθυρο, να παρατηρείς τα μυρμήγκια, να κρύβεσαι κάτω από το τραπέζι και να φαντάζεσαι ότι είσαι σε κιβωτό ή απλά να ξεφυλλίζεις την εγκυκλοπαίδεια. Μπροστά στα μάτια μας εξατμίζεται ο καπνός από το πολιτισμικό παράδειγμα που μας διαμόρφωσε τα τελευταία διακόσια χρόνια: ότι είμαστε οι πρωτομάστορες της δημιουργίας, ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, ότι ο κόσμος μας ανήκει.
Μια νέα εποχή πλησιάζει.
Μήπως τελικά έχουμε επιστρέψει στον φυσιολογικό ρυθμό της ζωής; Μήπως ο ιός δεν αποτελεί διατάραξη της κανονικότητας, αλλά ακριβώς το αντίθετο – μήπως δηλαδή αφύσικος ήταν ο φρενήρης κόσμος πριν από τον ιό; Στο κάτω-κάτω ο ιός ήταν αυτός που μας υπενθύμισε αυτό το οποίο αρνιόμασταν με τόσο πάθος: ότι είμαστε ευάλωτα πλάσματα φτιαγμένα από το πιο λεπτό υλικό.
Ότι πεθαίνουμε – ότι είμαστε θνητοί.
Ότι δεν μας διαχωρίζει από τον υπόλοιπο πλανήτη η «ανθρωπιά» ή η εξαιρετικότητά μας. Ότι ο κόσμος είναι ένα είδος μεγάλου δικτύου στο οποίο εμπλεκόμαστε ποικιλοτρόπως, συνδεδεμένοι με τα υπόλοιπα όντα με αόρατα νήματα επιρροής και εξάρτησης.
Ότι ασχέτως της απόστασης που χωρίζει τις πατρίδες μας ή τις γλώσσες που μιλάμε, ή το χρώμα του δέρματός μας, υποκύπτουμε στις ίδιες ασθένειες, μοιραζόμαστε τους ίδιους φόβους, πεθαίνουμε με τον ίδιο θάνατο.
Ο ιός μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι όσο αδύναμοι και ευάλωτοι κι αν νιώθουμε μπροστά στον κίνδυνο, περιτριγυριζόμαστε επίσης από ανθρώπους που είναι πιο ευάλωτοι, και για τους οποίους η βοήθειά μας είναι απαραίτητη. Μας υπενθύμισε πόσο ευπαθείς είναι οι ηλικιωμένοι γονείς μας και πόσο έχουν ανάγκη την φροντίδα μας. Μας υπέδειξε ότι οι φρενήρεις ρυθμοί που κινούμαστε θέτουν σε κίνδυνο τον κόσμο μας. Και ανέδειξε ένα ερώτημα το οποίο σπανίως έχουμε το κουράγιο να κάνουμε στον εαυτό μας: Τι είναι ακριβώς αυτό για την αναζήτηση του οποίου συνεχίζουμε να αναλωνόμαστε;
Ο φόβος μήπως μολυνθούμε μας υπενθύμισε τις φωλιές όπου μεγαλώσαμε και όπου νιώθουμε ασφαλείς. Σε μια τέτοια περίσταση, ακόμα και οι πιο επιμελείς και ακούραστοι ταξιδιώτες θα αναζητήσουν κάποιο είδος σπιτιού. Την ίδια ώρα, μας αποκαλύφθηκαν θλιβερές αλήθειες – όπως ότι σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή κινδύνου, οι σκέψεις μας υποχώρησαν για άλλη μια φορά στο περιορισμένο και αποκλειστικό πεδίο των εθνών και των συνόρων. Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, έχουμε δει όλοι μας πόσο αδύναμη είναι στην πράξη η ιδέα μιας ευρωπαϊκής κοινότητας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εγκαταλείψει τον αγώνα, αναθέτοντας αποφάσεις ύψιστης κρισιμότητας στα εθνικά κράτη. Οι παλιοί σωβινισμοί έχουν επιστρέψει, φέροντας μαζί τους τον διαχωρισμό ανάμεσα σε «εμάς» και στους «ξένους» – με άλλα λόγια όλα αυτά εναντία στα οποία πολεμήσαμε τόσες δεκαετίες με την ελπίδα ότι δεν θα διαμορφώσουν ποτέ ξανά τη σκέψη μας. Ο φόβος του ιού μεταφέρει την αταβιστική πεποίθηση ότι πρέπει το φταίξιμο να πέσει στους ξένους, ότι αυτοί εισήγαγαν την απειλή.
Στην Ευρώπη, ο ιός είναι «από αλλού». Εδώ στην Πολωνία, όποιος επιστρέφει από το εξωτερικό, θεωρείται ύποπτος. Ο ιός μας υπενθυμίζει ότι τα σύνορα ζουν και βασιλεύουν. Πολύ φοβάμαι επίσης ότι ο ιός θα μας θυμίσει έντονα μια άλλη παλιά αλήθεια: πόσο δεν είμαστε καθόλου ίσοι.
Κάποιοι από μας θα πετάξουν με ιδιωτικά αεροπλάνα σε μακρινά νησιά ή σε πολυτελή καταφύγια στα βουνά, την ώρα που οι περισσότεροι θα παραμείνουν στις πόλεις, κάποιοι θα πρέπει να φροντίζουν για τη λειτουργία των σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας, κάποιοι θα πρέπει να δουλεύουν στα καταστήματα ειδών πρώτης ανάγκης ή στα νοσοκομεία, ρισκάροντας τη ζωή τους.
Κάποιοι θα βγάλουν χρήματα από την πανδημία και κάποιοι άλλοι θα χάσουν τα πάντα. Πιστεύουμε ότι μένουμε σπίτι και διαβάζουμε βιβλία ή βλέπουμε τηλεόραση, αλλά στην ουσία, καθώς σιγά-σιγά συνειδητοποιούμε ότι τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο, προετοιμάζουμε τον εαυτό μας για τη μάχη που θα δοθεί με διακύβευμα μια νέα πραγματικότητα την οποία δεν μπορούμε καν να φανταστούμε… Μπροστά στα μάτια μας εξατμίζεται ο καπνός από το πολιτισμικό παράδειγμα που μας διαμόρφωσε τα τελευταία διακόσια χρόνια: ότι είμαστε οι πρωτομάστορες της δημιουργίας, ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, ότι ο κόσμος μας ανήκει. Μια νέα εποχή πλησιάζει.
Από το κείμενο της Όλγκα Τοκάρτσουκ που δημοσιεύτηκε στο New Yorker με τίτλο “A New World Through My Window” Απόδοση: Δ. Πολιτάκης